ἀκούσει

ἀκούσει
ἄκουσις
hearing
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀκούσεϊ , ἄκουσις
hearing
fem dat sg (epic)
ἄκουσις
hearing
fem dat sg (attic ionic)
ἀκούω
hear
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀκούω
hear
fut ind act 3rd sg
ἀκούω
hear
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Pluperfect — The pluperfect (from Latin plus quam perfectum more than perfect), also called past perfect in English, is a grammatical combination of past tense with the perfect, itself a combination of tense and aspect, that exists in most Indo European… …   Wikipedia

  • ακουτίζω — ἀκουτίζω (Α) [ἀκούω] 1. κάνω κάποιον να ακούσει, τόν κάνω ικανό να ακούσει 2. κάνω κάτι γνωστό, διακηρύσσω 3. (το μέσ. ἀκουτίζομαι) ακούω κάτι με μεγάλη προσοχή …   Dictionary of Greek

  • κατακουτίζω — (Μ) κάνω κάποιον να μέ ακούσει καλά («κατακούτισόν μοι τὴν φωνήν σου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀκουτίζω «κάνω κάποιον να μέ ακούσει»] …   Dictionary of Greek

  • Mito — Para otros usos de este término, véase Mito (desambiguación). El dios Thor, de los vikingos, en la batalla contra los gigantes. Pintura de Mårten Eskil Winge (1872). Un mito (del griego μῦθος, mythos, «relato», «cuento») es un relato tradicional… …   Wikipedia Español

  • Mitología — Estatua de Júpiter Tonante (Museo del Prado). Desde an …   Wikipedia Español

  • SIRENES — monstra marina, poetarum fabulis celebratissima. Has finxerunt antiqui Acheloi fluminis, ac Terpsichores fuisse filias. NIcander autem l. 3. Mutationum, Melpomenen Sirenum matrem fuisse scribit, alii Steropen, alli Calliopen. Haeigitur siculum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ατλαντίδα — Μυθολογική χώρα στον Ατλαντικό ωκεανό, η οποία πιθανολογείται ότι εξαφανίστηκε μαζί με ολόκληρο τον πληθυσμό της στους πολύ μακρινούς χρόνους της προϊστορίας. Ο Πλάτων, στους διαλόγους Τίμαιος και Κριτίας, την περιγράφει με λεπτομέρειες,… …   Dictionary of Greek

  • Κουρήτες — Μυθολογικοί δαίμονες, οι οποίοι αποτελούσαν την ακολουθία της Ρέας. Κατάγονταν πιθανότατα από την Κρήτη και ήταν θεότητες που προστάτευαν τα ζώα και την αγροτική ζωή. Κατόπιν συνδέθηκαν με τον μύθο που σχετίζεται με τη γέννηση και την ανατροφή… …   Dictionary of Greek

  • Πυθαγόρας — I Έλληνας φιλόσοφος και μαθηματικός (Σάμος 585 – 565 π.Χ. – ; Μεταπόντιον 500; π.X.). Αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα του εξαιτίας ίσως της τυραννίας του Πολυκράτη, και πήγε στη Μεγάλη Ελλάδα και στον Κρότωνα όπου, κατά το 530, ίδρυσε τη… …   Dictionary of Greek

  • Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”